-
1 σαπούνι
[сапуни] ουσ. о. мыло,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σαπούνι
-
2 мыло
-а α., πλθ. -а σαπούνι•хозяйственное (простое) мыло σαπούνι κοινό•
туалетное мыло αρωματικό σαπούνι, μοσχοσάπουνο•
кусок -а ή брусковое мыло πλάκα (καλούπι) σαπούνι•
мыло для бритья σαπούνι ξυρίσματος.
|| αφρός, σαπουμάδα. || αφρός από τον ιδρώτα (για άλογα). -
3 мыло
мыл||ос1. τό σαπούνι, ὁ σάπων:туалетное \мыло τό μοσχοσάπουνο, ὁ ἀρωμα-τώδης σάπων хозяйственное \мыло σαποῦνι τῆς πλύσης· брусок (кусок) \мылоа μιά πλάκα σαπούνι·2. (пена) ὁ ἀφρός:лошадь вся в \мылое τό ἄλογο βγάζει ἀφρούς. -
4 мыло
мыло с το σαπούνι* туалетное \мыло το μοσχοσάπουνο* * *сτο σαπούνιтуале́тное мы́ло — το μοσχοσάπουνο
-
5 измылить
ρ.σ.μ. ξοδεύω για πλύσιμο•кусок мыла ξοδεύω για πλύσιμο ένα σαπούνι.
ξοδεύομαι στο πλύσιμο (για σαπούνι). -
6 мылить
ρ.δ.μ.1. σαπουνίζω•мылить бель, руки σαπουνίζω τα ρούχα, τα χέρια.
2. διαλύω σαπούνι•мылить воду κάνω σαπουνάδα.
1. σαπουνίζομαι.2. αφρίζω, βγάζω σαπουνάδα•мыло плохо -ится το σαπούνι δε βγάζει καλά σαπουνάδα.
-
7 мылкий
επ., -лок, -лка, -лкоπου βγάζει σαπουνάδα•-ое мыло σαπούνι που βγάζει αρκετή σαπουνάδα.
|| που διαλύει καλά το σαπούνι. -
8 намылить
ρ.σ.μ.1. σαπουνίζω•намылить бельё σαπουνίζω τα ρούχα.
2. διαλύω σαπούνι στο υγρό•намылить воду διαλύω σαπούνι•ίστο νερό.
σαπουνΙζομαι• -
9 мыло
το σαπούνι, ο σάπωνнефтяное - см. вапортуалетное - πολυτελείας, αρωματικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мыло
-
10 дегтярный
дегтярн||ыйприл πισσώδης, κατραμώ-δης, κατραμένιος:\дегтярныйое мыло τό κατραμο-σάπουνο, τό πισσῶδες σαπούνι. -
11 жидкий
жи́дк||ийприл1. ὑγρός / ρευστός (текучий)/ νερουλός, ὑδαρής (водянистый):\жидкийое топливо ἡ ὑγρή καύσιμος ὕλη· \жидкийое мыло τό ρευστό σαπούνι· \жидкий воздух физ. ὁ ὑγρός ἀέρας· в \жидкийом состоянии σέ ὑγρή κατάσταση·2. (негустой, водянистый) νερουλός, ὑδαρής / ἀραιός, ἐλαφρός (слабый \жидкий о чае и т. п.):\жидкий суп ἡ νερουλή σούπα·3. (редкий, негустой) ἀραιός, σπάνιος:\жидкийие волосы τά ἀραιά μαλλιά· ◊ \жидкий голос ἡ ἀδύνατη φωνή. -
12 крем
кремм в разн. знач. ἡ κρέμα:\крем для бритья τό σαπούνι τοῦ ξυρίσματος. -
13 кусок
кус||окм в разн. знач. τό κομμάτι / ἡ φέτα (отрезанный ножом):\кусок хлеба ἕνα κομμάτι (или μιά φέτα) ψωμί· два \кусокка дыни δυό φέτες πεπόνι· \кусок мыла Ενα κομμάτι σαπούνι· \кусок земли ἕνα κομμάτι γῆς· \кусок мяса ἕνα κομμάτι κρέας· разбить на \кусокки́ κομματιάζω· ◊ зарабатывать свой \кусок хлеба κερδίζω τόν ἐπιούσιον ἄρτον, βγάζω τό ψωμί μου· лакомый \кусок ὁ καλός μεζές, τό καλό κομμάτι· \кусок мне в горло не идет δέν μπορώ νά βάλω στό στόμα μου τίποτε. -
14 мыльный
мыльн||ыйприл ἀπό σαπούνι:\мыльныйый порошок ἡ σαπουνόσκονη· \мыльныйая стружка ρινίσματα σαπουνιοῦ· \мыльныйая пена ἡ σαπουνάδα· \мыльныйая вода τό σαπουνό-νερο· \мыльныйый пузырь прям., перен ἡ σα-πουνόφουσκα. -
15 хозяйственный
хозяйственн||ыйприл1. οἰκονομικός:\хозяйственныйый отдел τμήμα είδών οίκιακής οίκο-νομίας· \хозяйственныйое положение ἡ οίκονομική κατάσταση· \хозяйственныйый расчет см. хозрасчет-2. (о человеке) νοικοκύρης, οἰκονόμος· ◊ \хозяйственныйое мыло σαποῦνι τής πλύσης. -
16 щипать
щипатьнесов1. τσιμπώ·2. (жечь, вызывать боль \щипать о морозе, горчице и т. п.) τσούζω:мыло щиплет глаза τό σαπούνι τσούζει στά μάτια·3. (дергать, теребить) τραβώ·4. (траву и т. п.) κόβω, τραβώ, μαδώ·5. (птицу и т. п.) μαδώ. -
17 брусок
-ска α.1. δοκαράκι, μικρή δοκός.2. κάθε αντικείμενο τετράγωνο και επίμηκες•-мыла καλούπι (πλάκα) σαπούνι.
3. ακόνι, ακονόπετρα. -
18 вазелиновый
επ.της βαζελίνης•-ое мыло σαπούνι βαζελίνης.
-
19 варить
варю, варишь κ. варишь, варит κ. варит, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. варенный, βρ: -рен, -а, -о ρ.δ.μ.βράζω• μαγειρεύω•варенье βράζω γλυκό• - асфальт βράζω πίσσα• - кофе φτιάχνω (ψήνω) καφέ• - уху μαγειρεύω φαρόσουπα.
|| παρασκευάζω, φτιάχνω• - мыло φτιάχνω σαπούνι. || συγκολλώ• - газовой горлкой οξυγονοκολλώ.εκφρ.голова -ит – κόβει το κεφάλι•желудок -ит – το στομάχι χωνεύει.βράζω• μαγειρεύομαι•-ится на медленном огне βράζει με λίγη φωτιά, (σιγοβράζει).
εκφρ.- в собственном соку – δουλεύω μόνος (χωρίς συνεργάτη). -
20 глицериновый
επ.γλυκέρενικός, της γλυκερίνης. || γλυκερινούχος•-ое мыло γλυκερινούχο σαπούνι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σαπούνι — το ιού, πλυντική ουσία: Έπλυνε με σαπούνι τα χέρια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαπούνι — το / σαπούνιον και σαπούνιν, ΝΜ στερεό μίγμα από λιπαρές ουσίες και ποτάσα που διαλύεται στο νερό και χρησιμοποιείται για λούσιμο, πλύσιμο και καθαρισμό, σάπωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπώνιον, υποκορ. τού αρχ. σάπων με τροπή τού ω σε ου (πρβλ. πουλάρι … Dictionary of Greek
απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… … Dictionary of Greek
ξέπλυμα — το [ξεπλύνω] 1. διαβροχή με νερό για καθαρισμό από σαπούνι, ξέβγαλμα 2. πλύσιμο με νερό, χωρίς σαπούνι 3. άγευστο, ανούσιο φαγητό, νερόπλυμα 4. το νερό που μένει μετά το ξέβγαλμα, απόπλυμα 5. μτφ. για πρόσ. άτομο χωρίς ζωηρότητα, ιδίως στην… … Dictionary of Greek
σάπινδος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σαπινδίδες τής τάξης σαπινδώδη, τής οποίας θεωρείται ως τυπικός εκπρόσωπος, και τού οποίου οι καρποί περιέχουν έως και 37% σαπωνίνες και σχηματίζουν άφθονο αφρό στο νερό,… … Dictionary of Greek
σαπουνέ — ο, η, το, Ν άκλ. (ιδιωμ.) όμοιος με σαπούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπούνι + κατάλ. έ, που απαντά σε λ. που προέρχονται από τη Γαλλική (πρβλ. μασκ έ)] … Dictionary of Greek
σαπουνίζω — και σαπωνίζω Ν [σαπούνι / σάπων] πλένω, καθαρίζω με σαπούνι … Dictionary of Greek
σαπουνόλουτρο — και σαπωνόλουτρο, το, Ν λουτρό με νερό και σαπούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπούνι / σάπων + λουτρό] … Dictionary of Greek
σαπωναρία — (saponaria). Φυτό της οικογένειας των καρυοφυλλιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό και ως σαπουνόχορτο. Φυτρώνει και στην Ελλάδα σε ακαλλιέργητες δροσερές περιοχές. Φτάνει σε ύψος τα 70 εκ. και είναι πόα πολυετής με βλαστό ισχυρό, όρθιο, οζώδη και… … Dictionary of Greek
άσμηκτος — ἄσμηκτος, ον (Α) αυτός που δεν έχει καθαριστεί με σαπούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σμήχω «τρίβω, πλένω, καθαρίζω» (πρβλ. αλίσμηκτος)] … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek