Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το σαπούνι

См. также в других словарях:

  • σαπούνι — το ιού, πλυντική ουσία: Έπλυνε με σαπούνι τα χέρια του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαπούνι — το / σαπούνιον και σαπούνιν, ΝΜ στερεό μίγμα από λιπαρές ουσίες και ποτάσα που διαλύεται στο νερό και χρησιμοποιείται για λούσιμο, πλύσιμο και καθαρισμό, σάπωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπώνιον, υποκορ. τού αρχ. σάπων με τροπή τού ω σε ου (πρβλ. πουλάρι …   Dictionary of Greek

  • απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • ξέπλυμα — το [ξεπλύνω] 1. διαβροχή με νερό για καθαρισμό από σαπούνι, ξέβγαλμα 2. πλύσιμο με νερό, χωρίς σαπούνι 3. άγευστο, ανούσιο φαγητό, νερόπλυμα 4. το νερό που μένει μετά το ξέβγαλμα, απόπλυμα 5. μτφ. για πρόσ. άτομο χωρίς ζωηρότητα, ιδίως στην… …   Dictionary of Greek

  • σάπινδος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σαπινδίδες τής τάξης σαπινδώδη, τής οποίας θεωρείται ως τυπικός εκπρόσωπος, και τού οποίου οι καρποί περιέχουν έως και 37% σαπωνίνες και σχηματίζουν άφθονο αφρό στο νερό,… …   Dictionary of Greek

  • σαπουνέ — ο, η, το, Ν άκλ. (ιδιωμ.) όμοιος με σαπούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπούνι + κατάλ. έ, που απαντά σε λ. που προέρχονται από τη Γαλλική (πρβλ. μασκ έ)] …   Dictionary of Greek

  • σαπουνίζω — και σαπωνίζω Ν [σαπούνι / σάπων] πλένω, καθαρίζω με σαπούνι …   Dictionary of Greek

  • σαπουνόλουτρο — και σαπωνόλουτρο, το, Ν λουτρό με νερό και σαπούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπούνι / σάπων + λουτρό] …   Dictionary of Greek

  • σαπωναρία — (saponaria). Φυτό της οικογένειας των καρυοφυλλιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό και ως σαπουνόχορτο. Φυτρώνει και στην Ελλάδα σε ακαλλιέργητες δροσερές περιοχές. Φτάνει σε ύψος τα 70 εκ. και είναι πόα πολυετής με βλαστό ισχυρό, όρθιο, οζώδη και… …   Dictionary of Greek

  • άσμηκτος — ἄσμηκτος, ον (Α) αυτός που δεν έχει καθαριστεί με σαπούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σμήχω «τρίβω, πλένω, καθαρίζω» (πρβλ. αλίσμηκτος)] …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»